υπέρλογος

υπέρλογος
-η, -ο
αυτός που βρίσκεται πέρα από τη λογική: Υπέρλογες αλήθειες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπέρλογος — η, ο, Ν αυτός που υπερβαίνει τα όρια τής λογικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + λόγος (πρβλ. παρά λογος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”